Η ιστορία της Γκάμπης.
Για άλλη μια φορά πλησίαζε το τέλος της υπηρεσίας μου. Είναι βράδυ Πέμπης ξηνερώματα Παρασκευής (18/10/2002). Αυτή την βραδυά δεν πρόκειται να ξεχάσω. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες 23:03 μου δόθηκε απο τα κεντρικά του Βούππερταλ μια κούρσα………………….έδειχνε μια παραγγελία στην οδό Σλεσισχε Αρ.4 Επιβεβαίωσα και άναψα την μηχανή του ταξί και ξεκίνησα με κατεύθυνση το Λανγκερφελτ. Καθ’ οδόν ενημέρωσα τα κεντρικά για έναν αποκλεισμό ενός δρόμου εξαιτίας μια φωτιάς που προκλήθηκε στην οδό Γκίλντεν. Τίποτα δεν προμήνυε ότι θα ήταν και η τελευταία επικοινωνία με τα κεντρικά. Φτάνοντας στον προορισμό μου οδηγούσα πολύ σιγά λόγω του σκώτους που επικρατούσε. Ωπα, πήγα μακρυά είχα φτάσει ήδη στον αρ. 8. Είχα απομακρυνθεί λιγάκι. Φρενάρω και βάζω την όπισθεν γυρνώντας δεξιά το κεφάλι μου. Ούτε τωρα ούτε πριν ηταν κάποιος άνθρωπος στο δρόμο.
Αιφνιδιαστικά και χωρίς να το περιμένω άνοιξε η πίσω πόρτα του ταξί. Κάποιος ανεβαίνει. Πρίν ακόμη μπορέσω να πώ κάτι, αισθάνθηκα κάτι σκληρό στα πλευρά μου. Μια αντρική φωνή είπε αμέσως: “Κρατάω όπλο! Ξεκίνα!” Κάπως πίστευα οτι ο άντρας αυτός φορούσε μάσκα και ήξερα οτι τα πράγματα είναι σοβαρά. Τρόμαξα από όσα διαδραματιζόνταν εκείνη την στιγμή και με έπιασε μια ζαλάδα. “Ζαλίζομαι” του είπα. Ο μασκοφόρος με άρπαξε πίσω απο το λαιμό και είπε: « Αν κάνεις ότι σου πώ δεν θα πάθεις τίποτα. Ξεκίνα τώρα!». Δεν μου είπε τον προορισμό αλλά με τον επιβλητικό του τρόπο με καθοδηγούσε στους δρόμους του Βούππερταλ. Όταν τον ρώτησα για ποιό λόγο το κάνει αυτό μου απάντησε: « είμαι δραπέτης, το έσκασα απο την φυλακή. Έφαγα ισόβια γιατί σκότωσα 2 ανθρώπους. Σε καμία περίπτωση δεν επιστεφω στη φυλακή. Δεν έχω λοιπόν κανένα πρόβλημα να σκοτώσω και εσένα». Έπειτα απαιτούσε να απενεργοποιήσω την επικοινωνία με τα κεντρικά. Του εξήγησα ότι αυτό είναι λιγάκι αδύνατο γιατί πρόκειται για περίπλοκο ζήτημα και το αποδέχτηκε δίχως να πεί λέξη. Στη συνέχεια ακολούθησαν διάφορες εντολές και μια απο αυτές ήταν να βάλω τα χέρια μου στο πάνω μέρος του τιμονιού. Του έπιανα συνεχώς την κουβέντα και μου εκμηστηρεύτηκε την έκπληξη του που εμφανίστηκε μια γυναίκα οδηγός ταξί.
Εν τω μεταξύ ανεβαίναμε την οδό Βερπσίπεν, ένας δρόμος πολύ σκοτεινός, και ο λόγος που τον αποφεύγω. Από εκείνο το σημείο φαινόταν πεντακάθαρα ο φωτισμός των φυλακών στο Ρεμσειτ. Έπρεπε να τον ρωτήσω για ποιό λόγο, ενώ το είχε σκάσει απο τις φυλακές περιφερόνταν στην γύρω περιοχή. Όμως εκέινος δεν γωώριζε τις συγκεκριμένες φυλακές διότι απέδρασε απο τις φυλακές της Κολονίας. Με διέταξε να σρίψω αριστερά προς Μπαγενμπρουργκ. Ο τρόμος με κυρίευσε αφού η περιοχή δεν ήταν φωτισμένη. Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη και του πρότεινα να μείνουμε στην Εθνική Οδό. Όχι έπρεπε να κατευθυνθούμε στην συγκεκριμένη περιοχή. Μα γιατί? Έπρεπε να πάμε εκεί που δεν έχει καλό σήμα και καλή επικοινωνία?! Δεν ήμουν καθόλου καλά, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν , ότι θα με σκοτώσει. «Θεε μου!! Θα τυναχτεί το μυαλό μου στον αέρα!» Από το μυαλό μου περνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Συνεχώς αναρωριόμουν γιατί το συγκεκριμένο μέρος. Γιατί?. «Μα ήταν οφθαλμοφανές γιατί είχε επιλέξει εκείνο το σημείο. Γιατί εκεί δεν πρόκειται να σε βρεί κανείς». «Πώς είναι άραγε αν πεθαίνεις απο μια σφαίρα? Τί συμβαίνει αν δεν πεθάνεις αμέσως?Πού πάει άραγε αθτή σφαίρα? Στο μυαλό? Στην κοιλιά? Στα πόδια? Και α[ό την άλλη σκεφτόμουν και αναρωτιόμουν τι πρέπει να κάνω».
Φτάσαμε λοιπόν στο Σεντερ/Βινφαχε κάπου εκεί ψιλά. Και είπα: ”Αφησέ με να φύγω. Έχω 6 παιδιά. Έχεις την ηλικία του μεγαλύτερου γιού μου. Σκέψου, θα μπορούσα να είμαι μητέρα σου” και εκείνος απάντησε: ”Πέθανε πριν 5 χρόνια ”. Τον παρακαλούσα και τον ικέτευα να με αφήσει να φύγω. Η απάντηση του επιβλητική και απότομη «Σκάσε! Θέλεις να με κοροιδέψεις?». Κατά κάποιο τρόπο αυτό ήθελα να κάνω, να ενεργοποιήσω τον συναγερμό. Αλλά όχι!! Με την τύχη που έχω τώρα ενεργοποίηση τον λανθασμένο συναγερμο. Εκείνο που ακούγεται. Από τον θόρυβο μου κόπηκε και εμένα η ανάσα. Παρόλο που και εκείνος ταράχτηκε ήταν ο πρωτος που κατάφερε να ηρεμήσει απο τον φόβο που του προκάλεσε ο συναγερμός και με το περίστροφο με σημάδευε και μου έλεγε φωνάζοντας: « Τί έκανες? Απενεργοποίησέ το τώρα!» Προσπάθησα να αμυνθώ λε΄γοντάς τοτ ότι έχβ τα χέρια μου στο σημείο που εκείνος τα ήθελε. Εξακολουθούσε να μου φωνάζει: «Σταμάτησέ το». Εκείνη την στιγμή από τον φόβο μου δεν ήξερα πως μπορώ α το απενεργοποίσω.Αλλά όσο πίεζε στο πλευρό μου με το περίστροφο όλο και πιο πολύ θυμόμουν τον τρόπο λειτουργίας. Ήλπιζα από τον θόρυβο που έκανε ο συναγερμός τόση ώρα όλο και κάποιος θα μας είχε ακούσει και θα ξυπνούσε από τα γύρω σπίτια που υπήρχαν. Κανένα φως δεν άναψε. Τίποτα. Καμά κουρτίνα δεν άνοιξε έστω και μισάνοιχα…τίποτα.
Μετά από αυτό το περιστατικό έπρεπε να καθόσω στην θέση του συνοδηγού. Στη οδο Κουρβεν θα έπρεπε να κάνω κάτι.. οτιδήποτε. Όπως για παράδειγμα να να ρίξω το αμάξι πάνω σε κάποιο τοίχο ενός σπιτίου. Η ευκαιρία αυτή όμως πάει πέρασε και χάθηκε. Τώρα λοπιπόν κάθεται στην θέση του οδηγού. Αφού ξεκίνησε και καθόσο οδηγούσε απόρρησα πόσο καλά και πόσι γρήγορα οδηγεί το ταξί. Κατευθυνόμαστε προς το Σβέλμ και μου έδινε την εντύπωση ότι έψαχνε αρεοκατοικημένες περιοχές.
Συνεχώς διαπερνούσαν διάφορες σκέψεις σπό το μυαλό μου. Σκέφτηκα να ανοίξω την πόρτα και να πέσω από το αμάξι, επειδή όμως οδηγούσε τόσο γρήγορα νωρίς εγκατέλειψα και την σκέψη αυτή. Πλησιάζαμε μια περιοχή η οποία είχε κάποια σπίτια , δεν του άρεσε καθόλου και για αυτό γυρίσαμε πίσω σε έναν δρόμο με πολλά δέντρα, κάτι σαν δάσος. Βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά και για αυτό δεν μπορεσα να τον διακρίνω όταν περάσαμε από εκεί. Για άλλη μια φορά δεν αισθανόμουν καλά. Μπροστά μου απλονόταν ένας σκοτεινός δρόμος δασώδης και δίχως κανέναν φωτισμό. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε το αμάξι. Για πολλοστή φορά του ζήτησα να σκεφτεί τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να μπούμε σε αυτό το δρόμο και του είπα: “Φοβάμαι”. Η απάντηση του ήταν η εξής: ” Αυτά τα παιδιά θα έχουν πίσω την μαμά τους”. Ζωντανή ή πεθαμένη δεν μου το διευκρίνησε. Αυτή η ερώτηση έπαιζε συνεχώς στο μυαλό μου.
Τώρα μου ζήτησε να του πώ τις βασικές λειτουργίες του ταξί. Και το έκανα. Μετά με ρώτησε που έχω τα λεφτά και του το είπα. Τον ρώτησα αν μπορώ να έχω πίσω τα χαρτιά μου και το κινητό μου. Εκείνη την στιγμή με σημαδεύει με το περίστροφο και του λέω “οκ! οκ!”. “Τουλάχιστον επέστρεψε μου την κάρτα του κινητού μου.” Κάτω από το επιβλητικό του βλέμμα και από την προσοχή του προσπαθούσα να αφαιρέσω την κάρτα από το κινητό αλλά δεν τα κατάφερα. Εκείνη την στιγμή μου τραβάει το κινητό για να την βγάλει εκείνος, πάντα όμως φορώντας γάντια. Έπρεπε να κατέβω. «Ωχ Θεέ μου!!» Τι θα ακολουθήσει?
Μου ζήτησε να πάω στο πορμπαγκάζ και ανοίγοντας του μου έλεγε “ότι δεν πρόκειται να με σκοτώσει ούτε να με βιάσει. “Μείνε ήσυχη”. Άνοιξε το πορτοφόλι μου και πήρε τα χαρτιά μου και τα πέταξε μέσα στο πορμπακαζ. Την ταυτότητα μου όμως την κράτησε και μου ζήτησε να σημειώσω την διευθνσή μου, στιλό και χαρτί βρήκε στην τσάντα μου καθώς μου την ψαχούλευε. Τον ρώτησα για ποιο λόγο την ήθελε και μου απάντησε :”Τα φιαλαρακια μου θα σε επισκεφτούν σε περίπρωση που θα με συλλάβουν”. Μάζεψα ορίσμενα πράγματα και τα πέταξα στην τσάντα μου. Την οποία εντελώς διαισθητικά την κρατούσα γερά μπροστά μου. Η οποία δεν θα βοηθούσε αν με πυροβολούσε. Άπλωσε το χέρι του στην ευθεία του γρύλου του αμαξιού. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα : “Ωχ Θεε μου. Θα μου ανοιξει το κεφάλι με αυτό?!Αλλά γιατί με αυτό το αντικείμενο?”. Μου το έδωσε και με κοιτούσε κάπως περίεργα. «Φοβάσαι έτσι δεν είναι?» Το μόνο που σκέφτηκα είναι «Να η ευκαιρία!!» Όμως με το περίστροφο θα ήταν πιο γρήγορος. Νωρίς εγκατέλειψα την σκέψη αυτή. Ο κουκουλοφορος επιβιβάστηκε στο ταξί και έφυγε. Σε ευχαριστώ Θεέ μου. Ήμουν μόνη μου με το γρύλο στο χέρι και την τσάντα μου. Γύρω μου υπήρχε μόνο σκοτάδι. Τέτοιο σκοτάδι που δεν έβλεπα που κατευθυνόνταν το αμάξι. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να το βάλω γρήγορα στα πόδια και να φύγω από αυτό το μέρος. Έτρεχα σαν τρελλή και ξεφνικά άκουσα το ταξί και άκουσα την φωνή του να μου λέει: “Μπές αμέσως μέσα στο αμάξι” δεν το πιστεύω αυτό που μου συμβαίνει. Μου λεέι: “δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις “, και με σημάδευε με το περίστροφο καθώς μου έλεγε αυτά. Δεν είχα λοιπόν άλλη επιλόγη και μπήκα στο αμάξι.
Για άλλη μια φορά κατευθυνόμασταν στην οδό Κούρβεν προς Λουτρινχάουσεν και 2 περιπολικά (μια κλούβα και ένα μικρότερο) βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα. Και το μόνο που σκέφτηκα ήταν Θεέ μου τελικά ακούστηκε ο συναγερμός. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μας προσπεράσανε. Τόσο απλά. Και μαζί τους πέρνανε κάθε μου ελπίδα. Ο κουκουλοφόρος από τον φόβο του μπήκε στην Εθνική Οδό με κετεύθυνση την Κολονία. Το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι ζω τις τελευταίες ώρες την ζωής μου ή και τα τελευταία λεπτά της ζωής μου. Και πάλι μου είπε ” Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις” όπως και πρίν έτσι και τώρα προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα. Του μιλούσα τόσο πολύ που αναγκάστηκε να ανοίξει την μουσική στην διαπασόν ώστε να μην με ακούει. Έτρεχε με 200 km/h και αυτό με ένα χέρι στο τιμόνι γιατί με το άλλο κρατούτε το περίστροφο, το οποίο με σημάδευε. Του ζήτησα να οδηγεί με τα 2 χέρια, αφού ούτως ή αλλως δεν θα μπορούσα να κάνω και κάτι με τέτοια ταχύτητα. Αντιδρούσε κουνόντας αντιφατικά το κεφάλι. Συνεχώς επαναλαμβάνω την ίδια ερώτηση αν θα μπορούσε να με αφήσει να φύγω, αλλά δεν έλαβα καμία απάντηση. Δεν μου άρεσε καθόλου που δεν απαντούσε. Μου ερχόταν να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Εκείνη την στιγμή σκεφτόμουνα ότι δεν έχω λεφτά ούτε ασφάλεια και δεν θα μπορέσουν να με κηδευσουν. Ίσως μαζέψουν οι συνάδελφοι μου κάποια χρήματα μετά από έρανο. Περίεργο τι σκέφτεται κανείς σε τέτοιες στιγμές. Πλησιάζαμε την έξοδο Μπαυσειτ και φεύγαμε από την Εθνική Οδό. Μια τρελλή κούρσα από χωρικό δρόμο ακολούθησε. Περάσαμε από κάθε σκοτεινή γωνια. Έμπαινε παντού με το αμάξι. Κατάλαβα ότι κάτι ψαχνει. Ένα ήρεμο μέρος για να με σκοτώσει. Αλλά ευχαριστώ το Θεό που παντού υπήρχαν σπίτια. Έστω και μεμονομένα. Ενώ έψαχνε σταμάτησε απότομα . Μου έδωσε τρια ευρώ για να αγοράσω τσιγάρα. Πάρκαρε κατα τέτοιο τρόπο ώστε αντιμετώπιζα δυσκολία να κατέβω. Τράβηξα τα τσιγάρα από το αυτόματο και επίδη κάποτε κάπνιζα από συνήθεια του άνοιξα το πακέτο και του έδωσα να τραβήξει ένα τσιγάρο από το πακέτο. Πίστεύεις οτι θα αναβέζα την κουκούλα μου για να με δεις? Είμαι μισή μέσα και μισή εξω από το αμάξι. Και ενώ συνεχίζαμε την διαδρομή έπρεπε να του ξαναεξηγήσω πως λειτουργεί το συστημα του ταξί και διαπίστωσα ότι έχουμε βενζίνη για 281 km ακόμη. Κάποτε φτάσαμε σε έναν δασώδη δρόμο στο Λειχλινγκεν. Έλεγα στον ευτόν μου μην τον αφήσεις να μπορεί να πάρει μια απόφαση, να μην έχει καθαρό μυαλό. Εν τω μεταξυ είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση μητέρας και γιουύ. Κατάλαβα ότι παλεύει με τον ευταό του για το εάν θα με αφήσει να ζήσω ή να πεθάνω.Για ποιο λόγο να γυρνάμε άραγε τόση ώρα στους δρόμους αφού είχε την ευκαιρία να με αποτελειώσει. Τότε βρήκε μια θεση παρκιν σε ένα μέρος κάτι σαν δάσος. Υπήρχε ένας δρόμος που ανέβαινε ψιλά. Σε αυτό το δρόμο σταμάτησε τελικά το αμάξι και μου ζήτησε να κατέβω. Επιτέλους κατεβήκαμε και οι 2 και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω.Αφου πρώτα κλείδωσε το αυτοκίνητο. Αγκάλιαζα όλο και πιο πολύ την τσάντα μου. Αναρωτιόμουν για ποιο λόγο να κλειδώσει το αμάξι. Τι συμβαίνει? Ανακαλυψε έναν πεζόδρομο και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Εκείνη την στιγμή με κατέλαβε μεγάλος φόβος. Για ποιο λόγο μπαίνει μαζί μου στο δάσος. Δεν τολμώ να το σκεφτώ. Κάτα κάποιο τρόπο ήξερα ότι με απήγαγε και δεν μπορεί να με ελευθερώσει. Αλλωστε το επαναλάμβανε συνεχώς. Είναι οι τελευταίες στιγμές τηζ ζώης μου Αυτό σκέφτηκα. Ανησυχούσα όμως και για το ταξί παρόλο που ήμουν μια απλή οδηγός. Είχα μια αδυναμία στο αυτοκινητο. Ήταν η παρέα μου και η ασφάλεια μου αφού κάθε φορά με επέστρεφε υγιειή στο σπιτι. Όχι όμως σήμερα. Κατευθυνόμασταν όλο και πιο πολύ μέσα στο δάσος. Διαπιστώνω ότι έβλεπε παρα πολύ καλά στο σκοτάδι σε αντίθεση με εμένα. Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα οτι ο κουκουλοφορος κάτι έκανε. Η πρώτη μου σκέψη….γεμίζει το περιστροφο από κάτι τέτοιο δεν είχα ιδέα. Κάτι πάντως έκανε αυτό είναι σίγουρο. Ο φόβος εξακολλουθούσε να με κυριεύει και έσκηψα προς την αριστερή του μεριά. Εκείνος με έσπρωξε προς τα πίσω και τον παρακάλεσα να μην με σκοτώσει, άλλωστε είχε πει ότι δεν θα το κάνει και ότι θα επιστρέψω στα παιδιά μου . Θα τηρήσει άραγε την υπόσχεσή το?! Συνεχώς του μιλούσα και είχα γαντζωθεί στο μπρατσό του. Προσπαθώ να έχω μια επικοινωνία μαζί του. Συνεχώς μου έλεγε να καθίσω ήσυχα. Μετά άναψε ένα τσιγάρο αλλά έστριψε το κεφάλι του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην δω το προσωπό του από την φλόγα του αναπτύρα. Κάποια στιγμή μου έπιασε το δεξί μου χέρι και ένιωσα κάτι να με ακουμπάει. Ενα σχοινή ή κατι παρόμοιο. Άρχισε λοιπόν να επιταχύνει τον βηματισμό του όλο και πιο μέσα στο δάσος και με τραβούσε από πίσω του. Το σκοτάδι ήταν τέτοιο που σκόνταυα συνεχώς και έπεφτα κάτω. Με τρβολοφούσε μέχρι που σταματήσαμε σε ένα δέντρο. Θεώρησε ότι είναι καταλλήλο για να με δέσει. Με διάταζε να σταθώ όρθια στο δέντρο. Την τσάντα που κρατούσα τόση ώρα μπροστά την άφησα με την μία να πέσει κάτω. Πλέον είμαι δεμένη στο δέντρο και εκείνος μου σφύγγει όλο και πιο σφιχτά τα χέρια. Τόσο που αρχίζω να ουρλιάζω από το πόνο. Αλλά εκείνος ήταν αμετανόητος συνεχώς του έλεγα ότι μου είχε υποσχεθεί ότι δεν θα μου κάνει τίποοτα. Η απάντηση του ληττή και σύντομη. Μιλάς πολύ!! Επειτα ψαχούλευε την τσάντα η οποία είχε πέσει από τα χερια μου δεν μπορούσα να δω τι ακριβώς κάνει. Σηκώθηκε επάνω και πριν ακόμη καταλάβω τι έγινε μου έβαλε κάτι στο στόιμα ….το παπάκι μου. Ενα λούτρινο παπάκι…μπερλόκ περασμένο στα κλειδια του σπιτιου μου. Το στεθεροποίησε τηλίγοντας το με το καλόδιο του φορτιστή του κινητού μου…. το οποίο το είχε τηλίξει γύρω από το λαιμό μου. Την στιγμή που το έκανε αυτό ήταν τόσο κοντα μου που μπορούσα να διακρίνω τα μάτια του. Είχε πολυ ωραία μάτια και από τον φόβο μου έκλεισα τα δικά μου. Πως μπόρεσα να το σκεφτώ αυτό εκείνη την στιγμή. Για άλλη μια φόρα ήθελα να βάλω τα κλάματα αλλά δεν μπορούσα. Τριγυρνούσε γυρω μου και άφησε το φακό στην τσάντα μου λέγοντάς μου … «Σε περίπτωση που κάποτε ελευθερωθείς.» Και έφυγε.
Ησυχία επικρατούσε παντού και σκοτάδι…μαύρο σκοτάδι δεν έβλεπες τίποτα. Προσπαθούσα να ηρεμήσω και σκεφτόμουν μήπως είναι κάπου και με παρακολουθεί τι κάνω και τελικά με πυροβολήσει. Περίμενα. Μείνε ήσυχη έλεγα συνεχως στον ευατό μου. Αφού είχα ψιλοχαλαρώσει από μακρυά άκουσα για τελευταία φορά το ταξί να απομακρύνεται αποφάσισα ότι είναι η στιγμή να απελεθυερωθω, τράβηξα τα σχοινια και ο πόνος δεν περιγράφεται αλλά εκείνη την στιγμλή δεν με ενοιζα τίποτα άλλο από το να λύσω τα σχοινια. Πήρα το καλόδιο και το παπάκι και τα έβαλα στην τσέπη του σακακιου μου. Μετά άρπαξα την τσάντα μου που βρισκόταν στο έδαφος και το μόνο που ήθελα είναι να φύγω από εκείνο το σημείο.Δεν έβλεπα που πατούσα και που πήγαινε. Αναίβενα το βουνό αλλά δυσκολευλόμουν γιατι συνέχεια επέφτα και χτυπόυσα στα κλαδιά στα αγκάθια και στο γρασίδι.Επιτέλους τα καταφερα έστασα πάνω στο βουνό και μπροστά μου απλώνονταν ένα συρματόπλεγμα που το διπερνούσε ηλεκτικ΄πν ρεύμα. Αμέσως σκέφτηκα ότι δνε περνάω από εκέινο το σημείο. όμως δεν το έβαλα κάτω προσπάθησα κάπως να περάσω, παρόλο που πιάστηκαν τα ρούχα μου και τα έσκισα δεν με πείραξε καθόλου. Το σιρματόπλεγμα με είχε τραυματίσει αλλέ δεν με ένοιξε το μόνο που σκέφτόμουν ήταν να φύγω από το σημείο αυτό. Το φακό που είχα μαζί μου τον χρησιμοποιούσα ελάχιστες φορές για να δω που πατάω. Φοβόμουν μην με εντοπίσει ο ληστής και μετανοιώσει που με άφησε και επιστρέψει. Στην απόφαση να μην με σκοτώσει είχα συμβάλλει και εγω κατόπιν πολλων ικασιων. Τωρα όμως εόιναι μόνος του και δεν με ακούει τα παρακάλια μου και ίσως αλλάξει γνώμη και θελήσει να με σκοτώσει. Ήδη το είχε κάνει άλλη μια φορά εκείνο το βράδυ ποιος ο λόγος να μην το ξανακάνει? Αρα το μόνο που απομένει είναι να το βάλω το συντομότερο στα πόδια χωρίς πολλές σκέψεις.
Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου όταν πρωτοαντίκρισα σπιτια χωρικών. Μπροστά μου είχα άλλο ένα μικρό εμπόδιο, αλλό ένα μικρό σιραμτόπλεγμα. Όμως αυτό είναι ένα πολύ μικρό εμπόδιο μέχρι να εξασφαλίσω την ασφάλεια μου. Επιτέλους έφτασα στο πρώτο σπίτι….ένα φώς ηταν ανοιχτό. Χτύπησα πολλές φορές το κουδούνι της πόρτας αλλά κενείς δεν άνοιξε. Δεν είναι δυνατόν σχεδόν τα είχα καταφέρει. Όμως δεν σταμάτησα συνέχισα στο επόμενο σπίτι. Αλλά και πάλι δεν μοθ άνοιξε κανείς. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει εμενα αυτό? Σε παρακαλω Θεέ μου αφού μέχρι τώρα με προστάτευσες μην με εγκαταλείπεις αυτή την στιγμή. Συνέχισα στο επόμενο σπίτι και πάλι χτυπούσα επίμονα το κουδούνι μέχρι που κάποιος ήρθε προς την πόρτα και κοιταξε από το τζάμι. Ήταν η πρώτη φορά που από τα μάτια μου έπεσαν τα πρώτα δάκρυα. Επιτέλους μου άνοιξαν την πόρτα και μου επέτρψαν να μπώ μέσα στο σπίτι τους. Πολύ γενικά τους περιέγραψα τι μου είχε συμβεί και από εκείνη την στιγμή με περιέθαλψαν με πολυ μεγαλη στοτγή. Μου πρόσφεραν να καθίσω αλλά εγώ ήμουν λερωμένη από το δάσος, γεμάτη λάσπες και αρνήθηκα. Ήμουν χαρούμενη που μου άνοιξαν την πόρτα, δεν ήθελα τίποτα άλλο. Μου απάντησαν ότι τα έπιπλα μπορούμε να τα ξανακαθαρίσουμε.
Μετα από λίγη ώρα έφτασε η αστυνομία. Ήταν παρα πολυ ευγενικοί κάτι που δεν φαίνεται όταν μας κόβουν το πρόστιμο. Μου έκανε πολύ καλό που ήταν τόσο καλοί μαζί μου. Ένας απο τους ατυνομικούς μου έκοψε τα τελευταία κομμάτια απο το σχοινή που μου κρεμόταν στο ένα μου χέρι. Έκαναν την δουλειά τους πολυ γρήγορα, με άφησαν να μιλήσω χωρίς να με πιέζουν. Μετά απο λίγο ενημέρωσα τα κεντρικά του Βουππερταλ τι μου είχε συμβεί. Και ενώ έπινα ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ με ρωτησαν άν θέλω έναν γιατρό ή κάποιο ψυχολόγο, αλλά εγω αρνήθηκα. Επείτα έπρεπε να πάω ξανά στο σημείο που είχε γίνει το συμβάν, δεν μπορούσα να το αποφύγω. Επανειλλημένα μου έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να φοβάμαι γιατί τώρα είμαι ασφαλής. Ο τρόπος που μου μιλούσαν ήταν πραγματικά αξιόλογος, δεν είχα συνηθήσει να ακούω να μιλάει κατα αυτό τον τρόπο ένας αστυνομικός. Στο δρόμο της επιστροφής συναντήσαμε και κομμάτια απο τα σκοινιά που κατα πάσα πιθανότητα έχασε ο ληστής. Αφού ολοκληρώθηκε η αυτοψία στο σημείο του εγλήματος με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και με μεταφέρανε στο Σόλινγκεν. Καθ ‘ όλη την διδρομή είχαμε πιάσει κουβέντα με τους αστυνομικους και ένας από αυτούς μου έδωσε το προσωπικό του τηλέφωνο και μπορούσα να του τηλεφωνήσω ακόμη και στο σπίτι του.
Φτάσαμε σε ένα άλλο σημείο όπου μας περίμενε άλλο αυτοκίνητο της αστυνομίας Οι δυο αστυνομικοι που με πήγανε εκεί με αποχαιρέτησαν με χειραψία. Και οι άλλοι δυο ήταν ευγενικοι και με μετέφεραν μέχρι την οδό Γκρέφραταρ, όπου με περίμενε μια αστονομική κλούβα. Για άλλη μια φορά έπρεπε να κατέβω και να αλλάξω. Κάθισα στο πίσω μέρος και έπρεπε να δεθώ. Αυτό ηταν τελείωσε η ανάκριση. Η κυρία και ο κύριος συζητούσαν για την υπηρεσία τους αγνοόντας τελείως την δική μου παρουσία. Η διαδρομή αυτή κράτησε περίπου 20 λεπτά και τελείωσε στο Αστυνομικό τμήμα του Βούππερταλ. Τώρα έπρεπε να περιμένω καθισμένη σε μια καρέκλα στο διάδρομο και να περιμένω πότε θα μπορέσω να καταθέσω. Έπεσα για κακή μου τυχή την ώρα αλλάγής της υπηρεσίας. Ήθελα να περιγράψω τι μου είχε συμβεί. και τα συναισθήματα μου. Κουράστηκα λογικό δεν είναι μετα από όσα έζησα εκείνη την νύχτα και τώρα αυτή η αναμονή. Κάποια στιγμή με φώναξαν να πάω για αναγνώρισή ή όπως λέγεται …δεν γνωρίζω. Εκεί έπρεπε να στηθώ στον τοίχο και να με φωτογραφίσουν από κάθε πλευρά, το μόνο που έλειπε ήταν το νούμερο μπροστά στο στέρνο μου. Μέχρι και τα χέρια μου φωτογράφησαν για να αποδείξουν τα τραυματα μου. Μάλιστα είχα ακόμη και κάποια αγκάθια τα οποία τα τράβηξα εκείνη την στιγμή. Με ενοχλούσαν και πονούσαν. Ακολούθησαν οι εξετάσεις DNA. Μετα από όλα αυτά μπόρεσα να τηλεφωνήσω στον συντροφό μου και αυτό μόνο για να το ενημερωσω να μου φέρει άλλα ρούχα να αφορέσω. Μετά το τηλεφώνημα μου έλεγξαν κάθε μου νύχι εξοχινιστικά. Έπειτα έπρεπε να βγάλω τα ρούχα μου και κατάλαβα ότι πρέπει να έχει φτάσει ο συντροφός μου με την νέα μου αλλαξιά. Τόση ώρα σε αυτους τους χώρους ενιωσα τόσο μόνη που ένιωσα την ανάγκη να πέσω στην αγκαλιά του συντρόφου μου. Τον χρειαζόμουν επειγωντος εκείνη την στιγμή. Μου συμπεριφερόταν λές και ήμουν εγώ ο εγκληματίας. Μετα από πολύ ώρα ολοκληρώθηκαν οι εξετάσεις και οι έλεγχοι. Ακολούθησα κάποιον σε περπατουσαμε ένα μεγάλο διάδρομο μέχρι που είσα στο βάθος τον συντροφό μου. Χάρηκα τόσο πολυ που το μόνο που ήθελα είναι να μείνει κοντά μου. Αλλά δεν γινόταν γιατί τωρα ακολουθούσε η κατάθεση. Δεν μπορούσαν να με ακολουθήσουν κανείς τους ούτε ο συντροφός μου ούτε και το αφεντικό μου ο Ρείνερ ο οποίος είχε ήδη φτάσει. Ο συντρόφος μου παραπονέθηκε ότι δεν είμαι και πολυ καλα ουτε σωματικά ουτε ψυχολογικά αλλά κανείς δεν νοιάστηκε. Η κατάθεση μου ηταν 4 σελιδες Α4 μεγάλη. Τώρα μόλις με ρώτησαν αν θέλω να πιω ένα φλιτζπάνι καφέ. Δεν δέχτηκα παρόλο που ήμουν ετοιμη να αποκοιμηθώ σε αυτή την καρέκλα. Κάποτε έπρεπε να τελειώσει αυτή η κατάθεση, και όταν πίστεψα ότι φτάσαμε στο τέλος δυστχώς με περίμενε μια δυσάρεστη εκπληξη… έπρεπε να πάμε στο Beyenmburg η ενδιάμεση στάση της Οδύσσειας μου που κάναμε με τον ληστή. Πλέον δεν ήξερα τι ήμουν και ποια ήμουν!!! Το δάσος φαινόταν πολυ διαφορετικά με το φως την ημέρας. Κατα τη 13:00 μπορούσα πλέον να επιστρέψω στο σπίτι μου. Κοιμήθηκα μέχρι αργά το βράδυ.
Για βραδυνό βγήκαμε με τον σύντροφό μου έξω εκεί που συναντίομασταν με τους συναδέλφους μου κάθε βράδυ για φαγητό. Ομολογω ότι ξαφνιαστικα από την συμπεριφορά τους μου έδωσαν ο καθένας τους από ένα τριαντάφυλλο και σοκολατάκια για με γλυκάνουν και όλοι τους μου έδιναν από μια μεγάλη και ζεστή αγκαλια. Και τωρα που το σκέφτομαι χαίρομαι για την αντίδραση των συναδέλφων του. Μου ανέβασε λιγάκι την ψυχολογία μου. Αφου περάσανε οι μέρες και μπορούσα πλέον να δουλέψω συναντησα μια ηλικιωμένη κυρία και πρέπει συνέχεια να την σκέφτομαι. Πρέπει να είχε πληροφορηθεί απο την τηλεόραση τι είχε συμβεί και με ρώτησε αν τυχόν φοβάμαι μετα από αυτό το περιστατικό που είχε συμβεί πρόσφατα με την γυκαικα οδηγό ταξι. Προφανώς δεν έχει καταλάβει οτι εγω ήμουν το θύμα. Της είπα οτι εγω είμαι η γυναίκα για την οποια μιλουσε και μου απαντησε…”Αχ παιδάκι μου. Λυπάμαι παρα πολυ , και μόνο που το άκουσα μου ήρθε να κλάψω. Να προσέχεις. Πρέπει να πω ότι η αντιδραση των υπολοίπων πελατων και γενικά κατοίκων του Βούππερταλ ηταν αξιοθαύμαστη. Με βοηθησαν ολοι παρα πολυ, οι συνάδεφοι , οι πελάτες μου οι συγγενείς μου αλλά πάνω από όλα ο συντροφός μου. Μου έδιναν συμβουλές ή έκαναν το πολύ απλό…με άφηναν να μιλάω και άκουγαν όσα είχα να πώ. Με βοήθησαν τόσο ώστε να ξαναρχίσω την δουλειά μου. Οκ, υπάρχουν στιγμές που το σκέφτομαι και ξέρω οτι θέλω χρόνο για να το ξεπεράσω.
Δυστυχώς υπάρχουν και κακοί συνάδεφοι και κατα τη δική μου και ταπεινή άποψη είναι άνυρωποι που δεν μπορουν να κουμαντάρουν την δική τους ζωή. Είναι μια πάστα ανθρώπων που θέλουν να βάζουν αλάτι στην πληγη. Μια μεγάλη απογοήτευση ήταν μια εκπομπή στο ραδιόφωνο από δυο συναδέλφους. Δημοσίως εξέφρασαν την δυσπιστία τους όσο αφορά το συγκεκριμένο περιστατικό. Σκέφτομαι στα αλήθεια αν θα ακολουθήσω την νομική οδο. Δεν ήταν κανένας από τους “αγαπημένους συναδέλφούς.μου” σε αυτή την διαδρομή του τρόμου. Πως μπορουν να έχουν άποψη για κάτι που δε γνωρίζουν.
Κάπου εδώ φτάνουμε και στο τέλος. Και κάτι τελευταίο. Δεν μπορείς να δώσεις συμβουλή σε κάποιον οδηγό ταξί γιατί ο καθένας αντιδράει διαφορετικά σε μια τέτοια περίπτωση όταν και αν του τυχει. Την πρώτη Δευτέρα απο το συμβάν έπρεπε να επιστέψω στο Λειχλινγκεν με άλλες δυο αστυνομικίνες οι οποίες είναι που καλές μαζί μου και γνώριζαν την προσωπική μου ιστορία. Μάλιστα η μια αστιευόταν λεγοντάς μου ότι ο Θεός δεν σας ήθελε τόσο νωρίς κοντά του. Θα φοβόταν προφανώς την πολυλογία σας. Ηταν πολυ γλυκό και κατάλαβα τι εννοούσε. Πραγματικά πιστεύω πως αυτή η πολυλογία μου που με χαρακτηρίζει είναι που με κράτησε στη ζωή και με έσωσε. Εάν καθόταν στη θεση του συνοδηγού από την αρχή θα φρέναρα και θα πεταγόταν απο το παμπρίζ μπρορώ να αμυνθώ και να υπερασπίσω τον ευατό μου…αυτό είναι αλήθεια. Θέλω να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά τις συναδέλφους και τους συναδελφους μου, τις φίλες και τους φίλους μου, τους συγγενεις μου τους πελάτες μου, τον συντροφό μου και τον φύλακα Αγγελό μου.
Πολλούς χαιρετισμούς.
Υ.Γ
Μπορεί κάποια μέρα να επιβιβαστείτε στο ταξί 169. Και τώρα νιώθω πολύ καλύτερα που τα κατέγραψα στο χαρτί.
Γκάμπη